του Γιώργου Ροδάκογλου
Παρακολουθώντας τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων αναφορικά με το μνημείο της Αμφίπολης θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς ότι ουδείς τελικά ήθελε ή θέλει την ανάδειξη αυτού του σπουδαίου αρχαιολογικού ευρήματος πλην των ανθρώπων που το έφεραν στο φώς.
Τρανταχτό παράδειγμα αποτελεί η παρουσία στον τύμβο Καστά , εκπροσώπων των πολιτειακών θεσμών του κράτους και των πολιτικών που το επισκέφθηκαν αφού όπως έδειξαν οι εξελίξεις το ενδιαφέρον τους, εξαντλήθηκε μόνο σε μια προσπάθεια σύνδεσης του ονόματος τους με το μνημείο και σε τίποτα περισσότερο.
Επισκέψεις όπως του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου , του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου, του επίτιμου αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη, των τριάντα ευρωβουλευτών ,αμερικανών πρέσβεων και πολλών άλλων, φαίνεται πως αποτυπώθηκαν μόνο σε αναμνηστικές φωτογραφίες και έκτοτε δεν υπήρξε συνέχεια.
Κανένας από όλους αυτούς δεν κατάφερε να επηρεάσει προς το καλύτερο την εξέλιξη του μνημείου ,αλλά ούτε και να ασκήσει έστω και την ελάχιστη επιρροή προς την κυβέρνηση προκειμένου να αναδειχθεί και να αποκτήσει την αίγλη που δικαιωματικά του αξίζει. Αντιθέτως η παρουσία τους πυροδότησε μόνο φρούδες ελπίδες με αποτέλεσμα να πλανάται μια απέραντη απογοήτευση κυρίως στην τοπική κοινωνία.
Που οφείλεται όμως όλη αυτή η απαξίωση;
Αποτελεί θέμα αδιαφορίας, ανικανότητας ή είναι ζήτημα μιας γενικότερης γραμμής από μια όχι και τόσο «αόρατη αρχή» στην οποία υποτάσσονται τελικά όλοι ανεξαιρέτως, επιδιώκοντας μέσω αυτής να ικανοποιήσουν ο καθένας τα δικά του πολιτικά ή οικονομικά οφέλη και να αντλήσει δύναμη;
Αν λάβουμε ως δεδομένο ότι η κυβέρνηση είχε από την πρώτη στιγμή στην ατζέντα της το Σκοπιανό ζήτημα και επιθυμούσε να δώσει μια λύση προκειμένου να πιστωθεί στο μέλλον κάποια οφέλη, τότε μόνο θα μπορούσαμε να «δικαιολογήσουμε» έστω και στο ελάχιστο, το γεγονός ότι είχε λόγους να υποβαθμίσει την συγκεκριμένη ανασκαφή. Διότι κάθε ανάδειξη του μοναδικού στην ολότητα του, ταφικού μνημείου, θεωρείται βέβαιο ότι θα αποτελούσε φραγμό στα σχέδια της νέας κατάστασης πραγμάτων που σχεδίαζε και δεν θα μπορούσε να επιτελέσει το στόχο της.
Για το λόγο αυτό επέλεξε να αποφύγει και κάθε σύνδεση των ευρημάτων με τη βασιλική οικογένεια του Μεγάλου Αλεξάνδρου όπως και οποιαδήποτε αναφορά στη συνέχιση των ανασκαφών.
Ωστόσο όμως και παρόλο που η χρονολόγηση του μνημείου τοποθετείται ξεκάθαρα από την ανασκαφέα στο τελευταίο τέταρτο του 4ο π.χ. αιώνα, και ενώ όλοι γνωρίζουν πλέον ότι στον τύμβο Καστά κρύβονται άλλα δυο πολύ σημαντικά οικοδομήματα, κανένας από τους πολιτικούς ακόμη και από την πλευρά της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν επικαλέσθηκε με σθένος, ούτε προώθησε αυτά τα ατράνταχτα στοιχεία ως μια νέα απόδειξη της ιστορίας μας.
Οι απορίες λοιπόν του απλού λαού είναι εύλογες για το τι ακριβώς συμβαίνει, και το μεγάλο ερώτημα που πλανάται είναι. Μήπως τελικά τα αίτια είναι πολύ βαθύτερα απ ότι αντιλαμβανόμαστε και κανένας δεν τολμάει να πει την αλήθεια ;
Αν όμως δεχθούμε έναν ανάλογο συλλογισμό τότε θα πρέπει παράλληλα να αναζητήσουμε, όσες δυνάμεις ασκούν τέτοιου είδους πιέσεις ή προβάλλουν σχετικές απαιτήσεις προς την κυβέρνηση παρέχοντας ανταλλάγματα σε αυτούς που εξυπηρετούν συγκεκριμένους σχεδιασμούς.
Η διασταύρωση όμως, διαβαθμισμένων πληροφοριών δεν είναι τόσο εφικτή αφού κάθε προσπάθεια θα προσέκρουε σ ένα υψηλό απροσπέλαστο τοίχο, αλλά ακόμη και σ αυτήν την περίπτωση οι συνθήκες καθίστανται εύκολα αντιληπτές αν τις τοποθετήσει κανείς μέσα στο πλαίσιο μιας στοιχειώδους ιστορικής γνώσης των γεγονότων που εξελίχθηκαν στην Ελλάδα από την ίδρυση του Κράτους.
Δοθείσης της ευκαιρίας και στην προσπάθεια μιας σύντομης αναδρομής στο πρόσφατο παρελθόν της Αμφίπολης επαναφέρουμε στη μνήμη μας, γεγονότα που έλαβαν χώρα σε μια τριετία όπως το σχέδιο υποβάθμισης του Καστά με αφετηρία τρεις φιλόδοξους επιστήμονες των οποίων από το 2015 έως σήμερα ικανοποιήθηκαν όλες οι επιδιώξεις τους. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίον κατάφεραν να αναρριχηθούν στην αστική ελίτ και να κατέχουν διοικητικές θέσεις και αξιώματα. Η συγκεκρινένη ομάδα,όπως εξελίχθηκαν, λειτούργησε κατ εντολήν και αφού συνέταξαν ένα επιστημονικό πόρισμα, το δημοσίευσαν σε κομματική εφημερίδα του ΣΥΡΙΖΑ.
Σύμφωνα με το πόρισμα, το Μακεδονικό μνημείο της Αμφίπολης αποτελούσε ρωμαϊκό δημιούργημα.
Με το σκεπτικό αυτό, οι τρείς επιστήμονες επιδίωξαν να εξυπηρετήσουν μια συγκεκριμένη πολιτική επιχειρώντας να υποβαθμίσουν την αξία του μνημείου τοποθετώντας το χρονολογικά σε άλλη εποχή και όχι στην Ελληνιστική περίοδο, όπως το χρονολογεί από την πρώτη στιγμή η ανασκαφέας Κατερίνα Περιστέρη και η ομάδα της.
Υιοθετώντας αυτή την τακτική, η κυβέρνηση θα εξυπηρετούσε τους πολλαπλούς στόχους της. Αρχικά θα απέφευγε στο μέλλον οποιαδήποτε έξαψη πάθους για τη Μακεδονία, κάτι που για την ίδια θα αποτελούσε εμπόδιο στο άνοιγμα του Σκοπιανού ζητήματος, ενώ στη συνέχεια θα αιτιολογούσε και την ευνοϊκότερη κατανομή των κονδυλίων του νέου ΕΣΠΑ σε αρχαιολογικούς χώρους που τους διαχειρίζονταν, φιλικά προσκείμενοι προς αυτήν, αρχαιολόγοι.
Τρία χρόνια αργότερα και με βάση την κατανομή των Ευρωπαϊκών κονδυλίων δόθηκαν από το ΣΕΣ 2014-2020, στην Εφορία Αρχαιοτήτων Ημαθίας 11.000.000 ευρώ, στην Πέλλα 900.000 ευρώ και στην Αμφίπολη 1.500.00Ο ευρώ.
Τη χαριστική βολή όμως στο μνημείο έδωσε το μπλοκάρισμα της ανάλυσης των οστών το Ιούλιο του 2017. Το πρόγραμμα αυτό ενώ είχε ήδη εγκριθεί το 2014 από την προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και παρόλο που είχαν διασφαλιστεί και τα ανάλογα κονδύλια ύψους 227.000 ευρώ, ωστόσο μέχρι τη λήξη του, το πρόγραμμα παρέμεινε στα συρτάρια του Υπ.Πο και έτσι χάθηκε μια μεγάλη ευκαιρία να πληροφορηθούμε τα στοιχεία της ταυτότητας των νεκρών.
Στα χρόνια που πέρασαν από την ημέρα της μεγάλης ανακάλυψης στον τύμβο Καστά το μόνο που διαπιστώνουμε όλοι μας είναι ότι η περίοδος αυτή ,αποτελεί μια «σκοτεινή περίοδο» γεμάτη ίντριγκες, μίσοι και πάθοι και αν επιχειρήσουμε να αποδώσουμε ευθύνες για την απαξία της ανασκαφής , το μεγαλύτερο μερίδιο θα αναλογούσε στην κυβερνητική πολιτική.
Αυτό όμως δεν απαλλάσσει και όλους τους άλλους αξιωματούχους της άρχουσας τάξης που το επισκέφτηκαν και είδαν από κοντά το μέγεθος και τη σπουδαιότητα της συγκεκριμένης αρχαιολογικής ανακάλυψης. Δυστυχώς όμως όλοι τους δεν κατάφεραν να θεραπεύσουν ούτε στο ελάχιστο ένα πρόβλημα αλλά παρέμειναν απλοί θεατές διατυπώνοντας μόνο ιδέες και ασκώντας κριτική εκ του μακρόθεν. Τυχαίο;
ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ...